στειρώσης

στειρώσης
στείρωσις
barrenness
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… …   Dictionary of Greek

  • παρωτίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της παρωτίδας. Η πιο γνωστή μορφή είναι η επιδημική π. (μαγουλάδες), λοιμώδης νόσος μεγάλης μεταδοτικότητας, που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος προσβάλλει και τους γεννητικούς αδένες, τους δακρυϊκούς αδένες, το πάγκρεας και τις… …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοστομία — η, Ν ιατρ. πλαστική εγχείρηση για τη δημιουργία τεχνητού στομίου σε σάλπιγγα τής μήτρας, προς την ωοθήκη, η οποία γίνεται σε περιπτώσεις αναγκαστικής αφαίρεσης τμήματος τής σάλπιγγας και αποσκοπεί στην αποφυγή τής στείρωσης τής γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • σάλπιγγες — (Ανατ.). Στοιχείο του γεννητικού συστήματος της γυναίκας. Πρόκειται για δύο σωλήνες μήκους 10 14 εκ., που ξεκινούν από το ψηλότερο μέρος της μήτρας, ένας από κάθε πλευρά, κατευθύνονται στα πλάγια προς τις ωοθήκες και καταλήγουν σ’ αυτές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”